- ανθρακικό οξύ
- Το υδατικό διάλυμα του διοξειδίου του άνθρακα (H2CO3).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο … Dictionary of Greek
μυρμηκικό οξύ — Πρώτο μέλος της τάξης των οργανικών αλειφατικών οξέων, του τύπου H COOH. Βρίσκεται στη φύση ως συστατικό μερικών μυρμηγκιών (απ’ όπου και η ονομασία του) και ορισμένων φυτών, μεταξύ των οποίων η τσουκνίδα, από τα οποία είναι δυνατόν να εξαχθεί.… … Dictionary of Greek
υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… … Dictionary of Greek
χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… … Dictionary of Greek
ατμίδες — Ζεστά αέρια και ατμοί που βγαίνουν από ρωγμές του εδάφους με μικρή ή μεγάλη ορμή. α. βόρακα. Φυσική εκπομπή υδρατμών υψηλής θερμοκρασίας (έως 21°C) και με πίεση (έως 6 ατμ.) μέσα από ρωγμές του εδάφους που περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
αεριούχα ποτά — Διάφορα αναψυκτικά που περιέχουν ανθρακικό οξύ. Παράγονται από κιτρικό ή τρυγικό οξύ και σόδα διαλυμένα σε οξυανθρακικό ύδωρ, στα οποία προστίθενται διάφορα αιθέρια έλαια (φυσικά ή τεχνητά) από λεμόνι, πορτοκάλι κλπ. και σιρόπι ζάχαρης. Πολλές… … Dictionary of Greek
ανθρακικός — ή, ό αυτός που περιέχει άνθρακα ή προέρχεται απ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον διδάσκαλο του Γένους Άνθιμο Γαζή («ανθρακικό οξύ»)] … Dictionary of Greek